-
1 συναμφοτέρα
συναμφοτέρᾱ, συναμφότεροιboth together: fem nom /voc /acc dualσυναμφοτέρᾱ, συναμφότεροιboth together: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συναμφοτέρᾱͅ, συναμφότεροιboth together: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 συναμφοτέρᾳ
Βλ. λ. συναμφοτέρα -
3 συναμφότερα
συναμφότεροιboth together: neut nom /voc /acc pl -
4 συναμφοτέρας
συναμφοτέρᾱς, συναμφότεροιboth together: fem acc plσυναμφοτέρᾱς, συναμφότεροιboth together: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ξυναμφότερα
συναμφότερα, συναμφότεροιboth together: neut nom /voc /acc pl -
6 συναμφοτέραν
συναμφοτέρᾱν, συναμφότεροιboth together: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 συναμφότερ'
συναμφότερα, συναμφότεροιboth together: neut nom /voc /acc plσυναμφότερε, συναμφότεροιboth together: masc voc sgσυναμφότεραι, συναμφότεροιboth together: fem nom /voc pl -
8 συναμφότεροι
2 sg. in collective tive sense, ὁ σ. [βίος] ib. 22a; τὸ ς. the complex of both, Id.Smp. 209b, Ti. 87e, Epicur.Sent.3. Gal.6.237, Plot.4.3.26, 6.9.2; or without the Art., Pl.R. 400c, Sph. 250c, Gal.16.743; τοῦτο ς. this united power, D.2.14.3 Math., of the sum of two things, συναμφότερα τὰ Δ, M,.. Euc.5.8: more freq. in sg., συναμφότερος ὁ Α, Δ, the sum of Α, Δ, Id.7.5; συναμφότερος ὁ ΑΓ the sum ΑΓ (sc. of AB, ΒΓ), ib.28, cf. Papp.94.7: neut. as Subst.,τὸ σ. ὅ τε κύκλος καὶ τὸ Β Χωρίον Archim.Sph.Cyl.1.6
, cf. 2.9, Spir.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναμφότεροι
См. также в других словарях:
συναμφοτέρα — συναμφοτέρᾱ , συναμφότεροι both together fem nom/voc/acc dual συναμφοτέρᾱ , συναμφότεροι both together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμφοτέρᾳ — συναμφοτέρᾱͅ , συναμφότεροι both together fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμφότερα — συναμφότεροι both together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμφοτέρας — συναμφοτέρᾱς , συναμφότεροι both together fem acc pl συναμφοτέρᾱς , συναμφότεροι both together fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναμφότερα — συναμφότερα , συναμφότεροι both together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμφοτέραν — συναμφοτέρᾱν , συναμφότεροι both together fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμφότερ' — συναμφότερα , συναμφότεροι both together neut nom/voc/acc pl συναμφότερε , συναμφότεροι both together masc voc sg συναμφότεραι , συναμφότεροι both together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναμφότερος — έρα, ον, ΜΑ 1. συν. στον πληθ. συναμφότεροι, αι, α και οι δύο μαζί (α. «τί πωλεῑς σαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα;», Ανθ. Παλ. β. «συναμφοτέρους μοῑρα λάβοι θανάτου», Θέογν.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ συναμφότερον, τὰ συναμφότερα α)… … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek